- συνυφαίνω
- ΝΜΑπαρεμβάλλω κάτι κατά την κανονική ύφανση, ενυφαίνω («πέπλος συνυφασμένος με νήματα χρυσού»)νεοελλ.1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνυφασμένος, -η, -ομτφ. στενά συνδεδεμένος, συναρμοσμένος, απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον άλλο2. φρ. «συνυφαίνω συνωμοσία [ή μηχανορραφία ή σκευωρία]» — συνωμοτώ, μηχανορραφώ, σκευωρώαρχ.1. υφαίνω από κοινού με κάποιον άλλο2. δολοπλοκώ, μηχανορραφώ από κοινού3. (μέσ. και παθ.) συνυφαίνομαια) πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, συμπλέκωβ) (για κέρατα βοδιών) είμαι συμπεπλεγμένοςγ) βρίσκομαι πολύ κοντά σε άλλον («θύννοι ἀλλήλοις συνυφασμένοι νήχονται», Αιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.