συνυφαίνω

συνυφαίνω
ΝΜΑ
παρεμβάλλω κάτι κατά την κανονική ύφανση, ενυφαίνω («πέπλος συνυφασμένος με νήματα χρυσού»)
νεοελλ.
1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνυφασμένος, -η, -ο
μτφ. στενά συνδεδεμένος, συναρμοσμένος, απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον άλλο
2. φρ. «συνυφαίνω συνωμοσία [ή μηχανορραφία ή σκευωρία]» — συνωμοτώ, μηχανορραφώ, σκευωρώ
αρχ.
1. υφαίνω από κοινού με κάποιον άλλο
2. δολοπλοκώ, μηχανορραφώ από κοινού
3. (μέσ. και παθ.) συνυφαίνομαι
α) πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, συμπλέκω
β) (για κέρατα βοδιών) είμαι συμπεπλεγμένος
γ) βρίσκομαι πολύ κοντά σε άλλον («θύννοι ἀλλήλοις συνυφασμένοι νήχονται», Αιλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνυφαίνω — ανα, άνθηκα, ασμένος 1. υφαίνω μαζί διάφορα υλικά. 2. δολοπλοκώ, συνωμοτώ 3. μτχ., συνυφασμένος στενά δεμένος: Η ποιότητα ζωής ενός λαού είναι συνυφασμένη με την πνευματική του ανάπτυξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνυφαίνῃ — συνυφαίνω weave together pres subj mp 2nd sg συνυφαίνω weave together pres ind mp 2nd sg συνυφαίνω weave together pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυφαινομένων — συνυφαίνω weave together pres part mp fem gen pl συνυφαίνω weave together pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυφαινόμενον — συνυφαίνω weave together pres part mp masc acc sg συνυφαίνω weave together pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυφανθέντα — συνυφαίνω weave together aor part pass neut nom/voc/acc pl συνυφαίνω weave together aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυφαίνει — συνυφαίνω weave together pres ind mp 2nd sg συνυφαίνω weave together pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυφαίνοντα — συνυφαίνω weave together pres part act neut nom/voc/acc pl συνυφαίνω weave together pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυφαίνουσι — συνυφαίνω weave together pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνυφαίνω weave together pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυφαίνουσιν — συνυφαίνω weave together pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνυφαίνω weave together pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυφήνῃ — συνυφαίνω weave together aor subj mid 2nd sg συνυφαίνω weave together aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”